λαιλία

λαιλία
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες και που όλα τα είδη του είναι επίφυτα, δηλαδή ζουν προσκολλημένα σε άλλα φυτά και έχουν εναέριες ρίζες εκτεθειμένες στην υγρή ατμόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. laelia < νεολατ. laelia, πιθ. < όν. τού Caius Laelius, Ρωμαίου πολιτικού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαιλιοκαττλέυα — η βοτ. υβριδικό γένος ορχιδιδών, που έχει προκύψει τεχνητά από τη διασταύρωση ειδών τού γένους λαίλια με είδη τού γένους καττλέυα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. laeliocattleya < laelia (< όν. τού Caius Laelius, Ρωμαίου… …   Dictionary of Greek

  • κατλέια — Γένος ποωδών φυτών, της οικογένειας των ορχεϊδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για ορχιδέες, κυρίως επίφυτες, οι οποίες κατάγονται ειδικά από την Κεντρική και Νότια Αμερική και καλλιεργούνται σε θερμοκήπια, ως πολύτιμα φυτά με καλλωπιστικά άνθη. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Πακούβιος, Μάρκος — (220 – 130 π.Χ.). Ρωμαίος τραγικός, που γεννήθηκε στο Βρινδήσιο, γιος της αδελφής του ποιητή Εννία. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Ρώμη. Eκεί απετέλεσε μέρος του κύκλου του Λαιλία, και κέρδιζε τη ζωή του ως δραματικός ποιητής και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”